- αλυσοδεμένος
- -η, -ο(μετοχή παθητικού παρακειμένου τού αλυσοδένω)και μτφ. ο δεμένος με αλυσίδες, δέσμιος, φυλακισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλυσοδένω — 1. (και μτφ.) δεσμεύω, δένω με αλυσίδες 2. βάζω στα δεσμά, φυλακίζω 3. (μετοχή παθητικού παρακειμένου) αλυσοδεμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + δένω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυσόδεμα, αλυσοδεμένος, αλυσοδέσιμο, αλυσόδετος] … Dictionary of Greek
αλυσίδετος — ἁλυσίδετος, ον (Α) ἁλυσόδετος, αλυσοδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις + δετος < δῶ (δέω) «δένω»] … Dictionary of Greek
αλυσιδωμένος — η, ο [αλυσιδώνω] ο δεμένος με αλυσίδες, αλυσοδεμένος … Dictionary of Greek
αλυσοδέσμιος — α, ο ο αλυσοδεμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + δέσμιος] … Dictionary of Greek
αλυσόδετος — η, ο [αλυσοδένω] ο αλυσοδεμένος* … Dictionary of Greek
καδενωμένος — η, ο δεμένος με αλυσίδες, αλυσοδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καδενώνω < καδένα] … Dictionary of Greek
κατηνώ — κατηνῶ, έω (Μ) είμαι αλυσοδεμένος, είμαι δέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηνίζω που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. κατήνισα που συνέπιπτε με τον αόρ. ησα τών συνηρημένων ρημάτων σε έω / ω] … Dictionary of Greek
περίκειμαι — ΝΑ [κείμαι] είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτι αρχ. 1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ 2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι 3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Ερνστ, Μαξ — (Μαχ Ernst, Κολονία 1891 – Παρίσι 1976). Γερμανός ζωγράφος και γλύπτης. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του έλαβε μέρος στην κίνηση Νταντά και το 1919 εξέθεσε με την ομάδα FaTaGaGa (Fabrication Tableaux Garantis Gazόmetriques) τα κολάζ του, συνθέσεις … Dictionary of Greek